ῥῆμα

ῥῆμα
ῥῆμα, ατος, τό, ([etym.] ἐρῶ)
A that which is said or spoken, word, saying, Archil.50, Thgn.1152, Simon.37.14,92 (where perh. it = ῥήτρα 11.2), Pi. (v. infr.), etc.; in Prose first in Hdt. (s.v.l.), ὁ νόος τοῦ ῥ. 7.162; τὰ λεγόμενά τινων [ῥήματα] 8.83; τοῦ Πιττακοῦ . . περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥ. Pl.Prt.343b; τὸ δόγμα τε καὶ ῥ. Id.R.464a; opp. ἔργματα, Pi.N.4.6; opp. ἔργον, Th.5.111; opp. τὸ ἀληθές, Pl.Phd.102b: prov., ῥήματα ἀντ' ἀλφίτων 'fine words butter no parsnips', ap.Suid.;

ῥήματα πλέκων Pi.N.4.94

; ῥήματα θηρεύειν catch at one's words, And.1.9; ῥ. ἱπποβάμονα, ῥ. μυριάμφορον, Ar.Ra.821, Pax 521; ῥήματος ἐχόμενον depending on the word, Pl.Lg.656c; τῷ ῥ. τῷ τόδε προσχρώμενοι the word τόδε, Id.Ti.49e; τῷ ῥ. λέγειν, εἰπεῖν, say in so many words, Id.R. 340d, Grg.450e, cf. Tht.166d; κατὰ ῥῆμα ἀπαγγεῖλαι word for word, Aeschin.2.122.
2 phrase, opp. ὄνομα (a single word), Pl.Cra.399b, Aeschin.3.72;

λέγοντες ἐν μύθοις τε καὶ ἐν ῥήμασιν Pl.Lg.840c

.
b verse, line, Ar.Ra.1379, cf. 97.
3 subject of speech, matter, Hebraism in LXX and NT, Ge.15.1, 22.1, De.2.7, Ev.Luc.1.37,65, 2.15; cf. ῥητός IV. 2.
II Gramm., verb, opp. ὄνομα (noun), Pl. Sph.262a sq., Cra.425a, al., Arist.Po.1457a14, Diog.Bab.Stoic.3.213:— from the fact that a Verb usually forms the predicate (Arist.Int. 16b6), ῥῆμα is applied to an Adj. when used as a predicate, ib.16a13, 20b1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥῆμα — that which is said neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… …   Dictionary of Greek

  • ρήμα — το, ατος αρχικά: ό,τι ειπώθηκε, το ειπωμένο· (γραμμ.) μέρος του λόγου που φανερώνει ότι ένα υποκείμενο ενεργεί ή πάσχει ή βρίσκεται σε κάποια κατάσταση (τρώ(γ)ω, λύνομαι, κοιμούμαι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥῆμ' — ῥῆμα , ῥῆμα that which is said neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ρηματικός — ή, ό / ῥηματικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῆμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα 2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο») νεοελλ. (και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική… …   Dictionary of Greek

  • ΠΡΟΛΟΓΟΣ —         Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Liste griechischer Phrasen/Rho — Rho Inhaltsverzeichnis 1 Ῥαδαμάνθους ὅρκος 2 Ῥαμνούσιος εἶ …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”